Ζακυνθινοί στη Μάχη του Λάλλα (1821)
Η τελική αναμέτρηση έγινε στις 13 Ιουνίου 1821 στην θέση Πούσι. Συμμετείχαν πολλοί εθελοντές με αρχηγό τον Διονύσιο Σεμπρικό, όπου μαζί με άλλους Επτανήσιους έφτιαξαν ξεχωριστό σώμα και νίκησαν τους Τούρκους. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η παρουσία του Παναγιώτη Στρούζα από το χωριό Γερακαρίο Ζακύνθου, καθώς και του Ιωάννη Βερναδάκη, ο οποίο πρόσφερε δύο κανόνια για τις ανάγκες των αγωνιστών.
Ιστορικά έμειναν τα λόγια του «Πάρτε τα! Θέλω να γίνει νατσιόν (Έθνος) για να μην με λένε οι Φράγκοι: Κάνε Γρέκο (Σκύλε Έλληνα)».
Στη μάχη του Λάλλα συμμετείχαν ακόμη και οι Ζακυνθινοί:
- Παναγιώτης Κολυβάς
- Διονύσιος Προβέντζας
- Διονύσιος Ζέζας
- Διονύσιος Τσίντος
- Γ. Κολάνος
- Ιωάννης Μπουκής
- Παναγιώτης Σολωμός
- Διονυσης Αντίοχος
- Κολοζωνός
- Παπαμαραντζής
- Πάτσαρης
- Φουρτούνης
- Πουλάκης
- Καρούμπας
- Καμπάσης
Ο Διονύσιος Σεμπρικός τραυματίσθηκε σοβαρά και επέστρεψε στην Ζάκυνθο για να θεραπευτεί. Τον συνέλαβαν όμως οι Άγγλοι και κατέβαλε χρηματική εγγύηση και αποφυλακίστηκε. Όταν αποθεραπεύτηκε ξανάφυγε για το Μοριά για να πολεμήσει στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων.
Ζακυνθινοί στη μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822)
Στις 4 Ιουλίου 1822 ο Ομέρ Βρυώνης επιτέθηκε στον τακτικό ελληνικό στρατό αλλά και σε άτακτα τμήματα, στο σύνολο τους 2000 άνδρες, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Πέτα. Οι Έλληνες υπέστησαν συντριπτική ήττα, καθώς σκοτώθηκαν 1000 περίπου άτομα.
Συμμετείχε και σώμα Επτανησίων αγωνιστών με επικεφαλής το Ζακυνθινό Δ. Πομόνη και Σπύρο Πανά από την Κεφαλονιά.
Στη μάχη του Πέτα εξολοθρεύθηκε και το σώμα των ξένων Φιλελλήνων.
Ζακυνθινοί σε άλλα πεδία μαχών
Ο Διονύσιος Πομόνης, συμμετείχε στη μάχη στο Κομπότι Άρτα (10 Ιουνίου 1821) με σώμα Ζακυνθινών. Ο ίδιος συμμετείχε και στον αγώνα των Μεσολογγιτών, καθώς και σε άλλες μάχες, λαμβάνοντας τον βαθμό του ταξίαρχου, με εντολή του Υπουργείου Πολεμικών Χρήστου Περραιβού στις 18 Ιουνίου 1823.
Κατά την πολιορκία του κάστρου του Χλεμουτσίου (1827) συνελήφθησαν από τις Τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ πασά ο Ζακυνθινός ιερέας Καρυδάκης και ο Γ. Σολωμός, οι οποίοι μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Αίγυπτο, όπου και πέθαναν.
Συγκινητική υπήρξε και η βοήθεια όλων των Ζακυνθινών (επώνυμων και μη) κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου, όπου πλήθος Μεσολογγιτών είχαν κατακλύσει το νησί αναζητώντας βοήθεια κάθε μορφής. Οι κάτοικοι προσέφεραν τα πάντα στους αγωνιζόμενους αδερφούς τους. Ακόμα και τα μολυβένια τους πιάτα για να μετατραπούν σε σφαίρες.
Κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου ο Διονύσιος Σολωμός εμπνεύστηκε και έγραψε στο Λόφο του Στράνη το επικό ποίημα « Ύμνος εις την Ελευθερία», που αργότερα μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάνζαρο και αποτέλεσε τον Εθνικό μας Ύμνο.
Την περίοδο αυτή ο εθνικός μας ποιητής έγραψε και τα έργα: «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», «Η Γυναίκα της Ζάκυθος», «Ύμνος εις στον Λόρδο Μπάιρον», « Η καταστροφή των Ψαρών» κτλ.
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Το μοναστήρι τη Παναγιάς της Δερματούσας στο χωριό Τραγάκι
Όλοι οι ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι που ασχολήθηκαν με την ελληνική επανάσταση , χαρακτηρίζουν ως ανεκτίμητη και αποφασιστική την προσφορά των Επτανησίων προς τον αγώνα του Γένους και τη νικηφόρο έκβασή του.
Η προσφορά αυτή, κυρίως των Ζακυνθινών και Κεφαλλονιτών περιέχει κολοσσιαία υλική συμπαράσταση, σημαντικές εκδουλεύσεις, φόρων αίματος πολύν, ηρωισμούς απαράμιλλους που χάρισαν νίκες, που θάμπωσαν τον κόσμο και που οι πρωταγωνιστές τους αθόρυβά ή ανώνυμα πέρασαν στην αιωνιότητα.
Είναι γνωστό πως πάνω από 20.000 Επτανήσιοι έλαβαν μέρος στον ιερό αγώνα και αρκετοί από αυτούς άφησαν την πνοή τους στη μάχη.
Για υπολογισμό της υλικής προσφοράς σε χρήματα, σε κανόνια και κάθε είδους όπλα, σε πολεμοφόδια, σε τρόφιμα, σε φάρμακα δεν μπορεί να γίνει λόγος.
Αν θελήσουμε να καταγράψουμε την προσφορά των ναυτικών, ήταν προσφορά μεγάλη. Ο εμπορικός στόλος διετέθη για τους σκοπούς της επανάστασης.
Στην αρχή της επανάστασης η έξοδος των εθελοντών από τα νησιά, κυρίως από Ζάκυνθο και Κεφαλονιά γινόταν ή μεμονωμένα είτε ομαδικά.
Στα πεδία των μαχών συνέπρατταν με άλλες ομάδες ενόπλων ή κατατάσσονταν στα σώματα των διάσημων οπλαρχηγών πολλές φορές.
Συγκεκριμένα το Μοναστήρι της «Παναγίας της Δερματούσας» στο χωριό Τραγάκι, ιδρύθηκε τον 16ο αιώνα και εξακολουθούσε να θυμίζει τον αγώνα του 1821, που με τη δική του προσφορά ηθική και υλική υπήρξε ο σημαντικός σταθμός στην αγωνιστική πορεία υπέρ της ελευθερίας του ελληνικού έθνους.
Σε αυτό το χώρο η φλόγα της ελευθερίας ουδέποτε έπαψε να θερμαίνει την ψυχή του υπόδουλου Γένους.
Εδώ εμπνεύστηκαν τα μεγάλα ιδεώδη της εξέγερσης κατά των Τούρκων κατακτητών και καλλιεργήθηκε η εθνική αποκατάσταση, η αγάπη στη θρησκεία, η στροφή στην κλασική και εθνική παράδοση, η εθνική αυτοδιάθεση, το σύμβολο εθνικής ενότητας και κιβωτός της ελληνορθόδοξης συνείδησης.
Το μοναστήρι αυτό ήταν προσαρμοσμένο στην Αγγλική τότε προστασία και διατηρούσε μια ουδετερότητα ¨φαινομενικά¨ αλλά ο ηγούμενος και οι καλόγεροι ήταν κρυφά μέλη της Φιλικής Εταιρείας και δίνανε ό, τι μπορούσαν για την επανάσταση , καθώς και μπαρούτι που έφτιαχναν οι καλόγεροι από το φύλλωμα του θάμνου «ασφάκα».
Την εποχή εκείνη ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης ερχόταν συνεχώς στο χωριό Τραγάκι, σύχναζε στο αρχοντικό των προυχόντων Πλαριναίων ( όπως αναφέρει και ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά του Κολοκοτρώνη και μάλιστα είχε κάνει βάπτιση παιδιού τους).
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Πλακούτας στον παραπάνω χώρο της Παναγίας Δερματούσας (λόγω ασφάλειας ) πραγματοποιούσαν συσκέψεις με τους άρχοντες Ρώμα, Σολωμό, Δραγώνα, Λεονταρίτη, Χρονόπούλο, Λούντζη μαζί με τους προύχοντες Πλαριναίους, τα μέλη της Φιλικής Εταιρίας Διονύσιο Πομόνη οπλαρχηγό, τον γιο του Νικ. Πομόνη(συμμετείχε στην πολιορκία του Μεσολογγίου) του Ηλία Πομόνη, τους Φιλικούς Ρουσαίους, Αρβανιτακαίους ,Κολπονδιναίους, Πετταίους και έτσι οι Άγγλοι δεν έπερναν είδηση για τη δράση αυτοί των Φιλικών.
Την περίοδο αυτή πέντε καλόγεροι και σαράντα κάτοικοι του χωριού Τραγάκι, ακολούθησε τον Διονύσιο Πομόνη (Βλέπε λεξικό του Λ. Ζώη σελ.541) και έλαβαν στην καθοριστική για την αρχή της επανάστασης Μάχη του Λάλλα και στην πολιορκία της Τριπολιτσάς.(Ο Κολοκοτρώνης έλεγε ότι οι Ζακυνθινοί δεν χάνουν βόλι, διότι είναι εκπαιδευμένοι στο κυνήγι των τρυγονιών).
Λόγω της θέσεως του Μοναστηριού της Παναγίας Δερματούσας που η εκτασή του έφτανε έως την σημερινή παραλία «Γάιδαρος» οι Ζακυνθινοί και οι περισσότεροι Κεφαλλονίτες εθελοντές , τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα, τα μηνύματα έφευγαν ανενόχλητα χωρίς οι Άγγλοι να υποψιάζονται με το συνθηματικό ονομαζόμενο, καΐκι «Γάιδαρος» του μοναστηριού του οποίου πληροφορήθηκαν τις ενέργειες το τέλος του 1823 και το διέλυσαν και το έκαψαν οι Άγγλοι. (Σημ. Στη Ζάκυνθο εκείνοι την εποχή υπήρχαν τρεις τάσεις: οι Ριζοσπάστες που ζητούσαν την ουσιαστική ένωση με την Ελλάδα).
Τα αμέτρητα αυτά μέλη της Φιλικής Εταιρείας της Ζακύνθου με την καθοδήγηση κυρίως του Κόντε Ρώμα, κατοπινού Προέδρου της επτανησιακής Γερουσίας, του οποίου το φημισμένο αρχοντικό της Ζακύνθου, καθώς και του Σολωμού, Λούτνζη, Χρονόπουλου ήταν γύρω από την κτηματική έκταση του Μετοχίου της Παναγίας Δερματούσας προς την περιοχή «Γάιδαρος» έφευγαν σχεδόν ανενόχλητοι με το καΐκι «Γάιδαρος» για να συμμετέχουν στον αγώνα ως εθελοντές, κυρίως δε με παρεμβάσεις του Κόντε Ρώμα, ο οποίος διέθεσε σχεδόν ολόκληρή την περιουσία του για την ενίσχυση των Ελλήνων που πολέμησαν καθώς και για την περίθαλψη των προσφύγων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κόντες Ρώμας διατηρούσε αλληλογραφία με τους αγωνιστές τους οποίους εμψύχωνε και ικανοποιούσε πάντα τις προσκλήσεις τους για βοήθεια.
Επίσης η φιλία που τον συνέδεε με τον Λόρδο Βύρωνα, τον οποίο και εφιλοξένησε στο σπίτι του, βοήθησε να συνδεθούν οι Φιλικοί με τα φιλελληνικά κινήματα της Ευρώπης και τα κομιτάτα του Λονδίνου.
Η συμβολή της Επτανήσου στην ελληνική επανάσταση , κυρίως της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς καταγράφηκε με ό, τι σχετικό υπάρχει στα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821, στα βιβλία των αγωνιστών, στις κατοπινές έρευνες, κάποτε και στην παράδοση που είναι και σήμερα ζωντανή στα νησιά μας.
Είναι αρκετοί οι χώροι και οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης των Επτανησίων, κυρίως Ζακυνθινών και Κεφαλλονιτών στον αγώνα (Λόφος του Στράνη, Άγιος Γεώργιος Φιλικών, κλήρος , λαός, γεγονότα Γυψόλιθου, συμπλοκή στην θέση Αγραπιά, Ιερέως Αρβανιτάκη και πέντε κατοίκων Τραγακίου με Άγγλους που μετέφεραν κρυβά οπλισμό στο «Γάιδαρο».
Είναι γεγονός ότι πάντα οι Επτανήσιοι τηρούσαν ευλαβικά στην καρδιά τους την ιερή παρακαταθήκη των πατέρων τους. Τη θέρμη της ορθοδοξίας, την αγάπη προς την πατρίδα την προσήλωση στις εθνικές παραδόσεις.
Και είναι και τώρα οι δεσμοί μεταξύ των Επτανήσιων ακατάλυτοι, όπως ήταν και στα χρόνια της μακροχρόνιας σκλαβιάς, τότε που χάρις στους δεσμούς εκείνους μπόρεσε το ζωντανότερο κομμάτι της ελληνικής γης να διατηρήσει αμόλυντη την εθνικότητά του και αφού δεν είχε την τύχη να υποδουλωθεί στο Τούρκο, συνέβαλε αποφασιστικά στην εξέγερση των Ελλήνων και βοήθησε στην κατάκτηση της ελευθερίας των.
Η Επτάνησος υπήρξε για την υπόδουλη Ελλάδα στα χρόνια της επανάστασης ως η στοργική και γενναία καρδιά της. Η καρδιά που αγκάλιασε τον πόνο των καταδιωγμένων, τους έδωσε παρηγοριά, τους γλύτωσε από την σφαγή και τον όλεθρο.
Οι Επτανήσιοι ήταν η καρδιά όταν σήμανε το μεγάλο προσκλητήριο. Διοχέτευσε το πιο ηρωικό αίμα για να ανατείλει η ελευθερία στη ρημαγμένη πατρίδα.
Οι Άγγλοι κατακτητές οι « σίδηροι» κατά το κρυπτογραφικό κώδικα των Φιλικών μέλη της ιεράς συμμαχίας δεν υποψιάσθηκαν καν τους ιερούς σκοπούς μας, που παρακινούσε όλους μας να γίνουμε διασώστες της μεγάλης ιδέας.
Οι Επτανήσιοι που έδωσαν με τις πράξεις τους μετά αισθήματα τους, με την ακτινοβολία τους μια θέση μοναδική στην καρδιά των Ελλήνων, στήριξαν τις σελίδες της νεότερης ιστορίας μας με το συγκλονιστικό παρόν τους.
Αμήχανοι και άβουλοι οι Άγγλοι χαρακτήρισαν όσες εκδηλώσεις μπόρεσαν να υποψιαστούν σαν ασυλλόγιστη διαγωγή ευέξαπτου λαού και αδιαφόρησαν. Η απελευθέρωση της μητέρας Ελλάδας θεωρούνταν στα Επτάνησα και απελευθέρωση του Ελληνισμού.
«Τολμηροί και ατρόμητοι» οι Επτανήσιοι κατά τον Δεληγιάννη Κανέλο, με την καρδιά τώρα ανάλαφρη πλημμυρίζει περηφάνεια πλησιάζοντας στο τέλος, επιθυμώ να αναφερθώ στη νεολαία να συζητήσω μαζί της λέγοντας τους, ότι ο πολιτισμός ενός λαού δεν μετριέται με την πληθυσμιακή του δύναμη η μόνο με την υλική του υπεροχή. Μετριέται με το μέτρο της ιστορίας του. Με το μέτρο της ακτινοβολίας του, με το μέτρο της πνευματικής υπεροχής του. Όταν η νεολαία έχει συνείδηση οι κοινωνικές αξίες δεν παροπλίζονται, δεν ξεθωριάζουν είναι πάντα σύγχρονες επίκαιρες και αυτοανανεούμενες.
Αντί να είσθε πικραμένοι και αντιδραστικοί νέοι, με ένα τρόπο στείρο για όσα λίγα δεν έγιναν, αντί να αντιγράψετε τις ενασχολήσεις και εξαλλοσύνες των νέων άλλων χωρών, κάνετε τα μεγάλα θετικά βήματα.
Δώστε την παρουσία του ελληνικού πνεύματος ως απόγονοι του οικουμενικού ελληνικού λαού μας.
Σας θυμίζουμε ότι ο πιο τέλειος πολιτισμός δημιουργηθεί από λαό στον οποίο συνυπάρχει η μελέτη και η επίγνωση στις σκέψεις και στις πράξεις και ότι η πρόοδος του πολιτισμού έγινε από ανθρώπους που πειθάρχησαν στις ανάγκες και απαιτήσεις του κοινωνικοί συνόλου εννοώ βέβαια τον αρχαίο ελληνισμό.
Νοbile Societa Filodrammatica del Zante «Ευγενής Φιλοδραματικός Σύλλογος Ζακύνθου»
Ο σύλλογος δημιούργησε το «Theatro dei Filopatrii- Θέατρο των Φιλοπατρίδων», κοντά στην προπολεμική νομαρχία.
Τα πρώτα χρόνια το νέο θέατρο φιλοξένησε αποκλειστικά την όπερα, για να δοθεί ο χρόνος στον «Φιλοδραματικό Σύλλογο» να προετοιμασθεί οργανικά και καλλιτεχνικά. Πράγματι το 1817 υπογράφηκε ο κανονισμός του. Τα κίνητρα της δημιουργίας του «Φιλοδραματικού Συλλόγου Ζακύνθου» δεν υπήρξαν αμιγώς καλλιτεχνικά, αλλά συγκαλυμμένα και πατριωτικά.
Στόχος του τα ξάναμμα του απελευθερωτικού φρονήματος δια της διδασκαλίας κατάλληλων θεατρικών έργων, καθώς οι πάντες περίμεναν τον ελληνικό ξεσηκωμό που προετοιμάζονταν από την «Φιλική Εταιρεία».
Ενδείξεις που στηρίζουνε τον ισχυρισμό αυτόν, πέρα από την προφορική παράδοση, είναι ότι:
- Τα μέλη του «Φιλοδραματικού Συλλόγου» που ανεβήκανε στη σκηνή (Γεώργιος και Καντιάνος Ρώμας, Κωνσταντίνος Ναραντζής, Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Δημήτριος Καρβελλάς, Άγγελος Μωρέττης, Διονύσιος Φλαμπουριάρης, Παύλος Γαήτας κ.α) ανήκανε στην αριστοκρατία και στην ανώτερη αστική τάξη.
- Η ιστορική έρευνα αποκάλυψε ότι τα μέλη του Συλλόγου ήταν «Φιλικοί»
- Πρωταγωνίστρια υπήρξε μια νεαρή κυρία της μεγαλοαστικής τάξης, η Αικατερίνη Βιαγκίνη.
Σκοπός της «Εφορίας Ζακύνθου» στην ελληνική επανάσταση
Η «Εφορία Ζακύνθου» κινητοποίησε διαταξικά την ντόπια κοινωνία και κατέβαλε εξ ιδεών ή συγκέντρωσε με εράνους μεγάλα ποσά, τα οποία χρησιμοποίησε στέλνοντας πολεμοφόδια και τρόφιμα, κυρίως στο Ναυαρίνο και στο Μεσολόγγι.
Επίσης οργάνωσε και απέστειλε εθελοντικά σώματα πολεμιστών, ενώ μεσολάβησε επανειλημμένως για τον κατευνασμό του ανταγωνισμού των Ελλήνων οπλαρχηγών και πολιτικών.
Τέλος η «Εφορία Ζακύνθου», καθοδηγούμενη από τον Διονύσιο Ρώμα, επιχείρησε με επιτυχία έναν καθοριστικό διπλωματικό ελιγμό. Υπέβαλε, την κατάλληλη στιγμή στην Αγγλία αίτηση στήριξης και προστασίας στον αγώνα.
Ανδρεία Φρόνημα Ελληνικό
Γεγονότα ΥΨΟΛΙΘΟΥ
Όπως είναι γνωστό, η Αγγλική πολιτική, δεμένη στο άρμα της Ιερής Συμμαχίας, ήταν ολοφάνερα εχθρική στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 μέχρι τα 1826.
Έτσι ο πατριωτικός συναγερμός ολόκληρου του Επτανησιακού Λαού για τη συμμετοχή του στον Ιερό Αγώνα έρχεται αντιμέτωπος, από την πρώτη στιγμή της κήρυξης της Εθνεγερσίας με τα πιο σκληρά και τυραννικά μέτρα της Αγγλικής «προστασίας». Ο κορυφαίος αγωνιστής και ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης γράφει:
«Εις μάτην (ο Μαίτλαντ) εδήμευεν υπάρχοντα και κατεδίκαζεν. Οι Ζακύνθιοι και οι Κεφαλλήνες και τας Προκηρύξεις του εποδοπάτουν και τας ποινάς του ολιγώρου, και τας απειλάς του εχλεύαζαν, και τον Ελληνικόν αγώνα υπεστήριζαν δια παντός τρόπου και δι’ αυτών των επ’ εκκλησίαις πανδήμων δεήσεων υπό τον Βροντώδη ήχον των κωδώνων εις επήκοον της δυσμενούς Αρχής» (Βλ. Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία Ελληνικής Επανάστασης).
Η φαινομενική όμως αυτή «ουδετερότητα» εφαρμόζεται από τους Άγγλους μόνο για την μία πλευρά και με την ερμηνεία ότι δεν μπορούσαν οι Έλληνες Επαναστάτες να θεωρηθούν «νομίμως» ως εμπόλεμοι, ενώ απεναντίας οι Τούρκοι έχαιραν του δικαιώματος ενός αναγνωρισμένου επίσημου κράτους.
Στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1821 αγκυροβολεί στη Ζάκυνθο ο Τουρκικός στόλος υπό την αρχηγία του αιματοβαμμένου Καπουδάν Πασά Καρά Αλή. Οι Αγγλικές αρχές υποδέχονται φιλικότατα τους Τούρκους. Από το Κάστρο χαιρετούν την αρμάδα τα πυροβολεία των Άγγλων και ο Άγγλος Διοικητής Άνκεϋ ανεβαίνει στην ναυαρχίδα του Καρά Αλή και φιλικότατα συνεργάζεται μαζί του και πληροφορεί για τις κινήσεις του Ελληνικού Στόλου.
Ακόμα και η στρατιωτική μουσική των «προστατών» Άγγλων έχει κατέβει στην προκυμαία και παίζει για τους Τούρκους ναύτες εύθυμα κομμάτια.
Έχουν λοιπόν κάθε λόγο να θλίβονται και να αγανακτούν οι Ζακυνθινοί πατριώτες για την ανθελληνική συμπεριφορά των Άγγλων.
Το πρωί της 12 Οκτωβρίου 1821 ημέρα Παρασκευή ο Ελληνικός στόλος συναντά επιτέλους τον τουρκικό έξω από τη Ζάκυνθο. Η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη και ο αγώνας γίνεται τραχύς και δύσκολος. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας ένα καράβι τουρκο-αλγερινό, κυνηγημένο από τα πλοία του Σαχίνη και του Ραφαλιά, για να μη παραδοθεί εξόκειλε στη νότια παραλία της Ζακύνθου στον κόλπο Λαγανά και ακριβώς στην τοποθεσία Υψόλιθος.
Το καράβι έχασε είκοσι από τους εξήντα άνδρες του πληρώματός του και έχει γείρει μισοκαμένο. Την ναυμαχία που κράτησε περίπου δύο ώρες την παρακολουθούσαν από τα νοτιοανατολικά υψώματα κάτοικοι της πόλης και ιδιαίτερα πολλοί κάτοικοι των γύρω χωριών. Οι κανονιές των πλοίων είχαν πιάσει τις αναπνοές όλων. Επίσης παρακολουθούσαν την ναυμαχία και ολίγοι Άγγλοι.
Όταν οι χωρικοί Ζακυνθινοί είδαν το τουρκοαλγερινό πλοίο να αποτραβιέται στον όρμο του Λαγανά και να καθίζει στα ρηχά γερμένο, άρχισαν οι χωρικοί να το πυροβολούν. Ο Άγγλος στρατιωτικός Διοικητής, πληροφορηθείς το γεγονός, στέλνει αμέσως στο Λαγανά ένα απόσπασμα ανδρών, υπό τους αξιωματικούς υπολοχαγό Hill και υπολοχαγό του μηχανικού Wright για να προστατεύσουν… την «ουδετερότητα» και τα υγειονομικά μέτρα.
Επικεφαλής των χωρικών Ζακυνθίων ήταν ο παπά-Νικόλας Καψάσκης, εφημέριος της εκκλησίας της Παναγίας της Σγουροπουλιάς στο χωριό Καλαμάκι, ο οποίος έδωσε και το σύνθημα της επιθέσεως. Οι Άγγλοι αξιωματικοί έδωσαν διαταγή στους χωρικούς να σταματήσουν τους πυροβολισμούς. Οι χωρικοί δεν συμμορφώθηκαν στη διαταγή και εξακολουθούσαν να πυροβολούν.
Οι Άγγλοι στρατιώτες για να… φοβίσουν τους χωρικούς άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα. Οι χωρικοί πίστεψαν ότι οι Άγγλοι θέλουν να υπερασπιστούν με τα όπλα τους εναπομείναντες Τουρκοαλγερινούς ναύτες.
Ο Άγγλος υπολοχαγός Hill ετοιμάζεται να κτυπήσει με το ξίφος ένα χωρικό που δεν ήθελε να τού δώσει το όπλο του. Με την κίνηση αυτή του Άγγλου αξιωματικού φωνάζει ο παπά Καψάσκης: «Βαρείτε το σκυλί γιατί θα σκοτώση τον άνθρωπο». Ένας χωρικός σημαδεύει τον Άγγλο στο χέρι πριν προφθάσει να χτυπήσει τον χωρικό. Έξω φρενών ο Άγγλος υπολοχαγός του μηχανικού Wright από τον τραυματισμό του συναδέλφου του διατάζει πυρ εναντίον των χωρικών.
Έτσι γενικεύεται η μάχη μεταξύ Άγγλων και χωρικών οι οποίοι ταυτόχρονα χτυπούν και τους Τουρκοαλγερινούς ναύτες του βυθισμένου καραβιού. Ο παπά Καψάσκης τραυματίζει στο γόνατο τον Wright. Ένας χωρικός σκοτώνει έναν Άγγλο στρατιώτη.
Το πλήθος των ενόπλων χωρικών αναγκάζει το Αγγλικό απόσπασμα να αποσυρθεί και να οχυρωθεί σε ένα διπλανό αρχοντικό (ιδιοκτησία της οικογένειας Κουμούτου). Οι χωρικοί ετοιμάζονται να κάψουν τους Άγγλους βάζοντας φωτιά στο αρχοντικό. Ο Άγγλος στρατιωτικός διοικητής μαθαίνει τη σύγκρουση και στέλνει στον Υψόλιθο αρκετή δύναμη στρατού. Έτσι υποχωρούν οι χωρικοί και διασκορπίζονται χωρίς καμιά απώλεια.
Την ίδια νύχτα όμως οι χωρικοί επιστρέφουν περισσότεροι στο Λαγανά και χτυπούν τους Άγγλους αιφνίδια. Στη νυκτερινή αυτή σύγκρουση σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν πολλοί Άγγλοι στρατιώτες. Ο αριθμός των νεκρών και τραυματιών Άγγλων της νυκτερινής σύρραξης της 12 Οκτωβρίου 1821 δεν έγινε ποτέ γνωστός (Βλ. Κ. Λομβάρδος Απομνημονεύματα, σελίδα 321-322).
Όταν έγινε γνωστή η πρωινή σύγκρουση στον Υψόλιθο ο Άγγλος Τοποτηρητής και Έπαρχος Ζακύνθου με τη δύναμη του νόμου κήρυξε στρατιωτικό νόμο (12 Οκτωβρίου 1821) στα χωριά Κερί, Άμπελος, Αγαλάς, Λιθακιά, Πισινώντας, Μουζάκι, Λαγοπόδο, Ρομίρι, Λούρος, Καλαμάκι, Βλόντος, Καλητέρος, Νερατζούλες, Ξεροκάστελο, Βασιλικός, Αργάσι, Ρόιδο, Παλιοκάντουνο και Κήποι.
Τη νύχτα της 12 Οκτωβρίου 1821 κατέφυγε στο λιμάνι της Ζακύνθου ο τουρκικός στόλος κυνηγημένος από τον ελληνικό στόλο. (Βλ. Απομνημονεύματα Κ. Λομβάρδου, σελίδα 322-323).
Ο Αστυνόμος Ζακύνθου Πέτρος Τζεν, από την Νεάπολη της Ιταλίας, στενός συνεργάτης του Άγγλου Άνκεϋ εντείνει τις προσπάθειές του για την ανακάλυψη των πρωταγωνιστών της σύρραξης του Υψολίθου. Σχετική είναι και η χειρόγραφη προκήρυξή του, με χρονολογία 16 Οκτωβρίου 1821, που τοιχοκολλήθηκε στην πόλη της Ζακύνθου.
Την 8/20 Οκτωβρίου 1821 φθάνει στη Ζάκυνθο από την Κέρκυρα ο υφαρμοστής στρατηγός Άνταμς, με δύο πολεμικές φρεγάτες κι ένα φορτηγό πλοίο, που είναι γεμάτο πεζικό και πεδινά πυροβόλα! Οι δύο φρεγάτες ανοίγουν τις μπουκαπόρτες και φαίνονται από την ξηρά τα κανόνια τους. Το ένα πολεμικό πλοίο αράζει έξω από την συνοικία της Αγίας Τριάδας και το άλλο απέναντι από την συνοικία του Άμμου. Ύστερ’ από την αποβίβαση του στρατού στην πλατεία του Αγίου Νικολάου του Μώλου κηρύσσεται σ’ όλη τη Ζάκυνθο η επέκταση του στρατιωτικού νόμου και κοινοποιείται η παύση όλων των πολιτικών αρχών. Επίσης κλείνονται τα δικαστήρια, το τελωνείο, τα εμπορικά και τα εργαστήρια. Οι κάτοικοι διατάζονται να κλείνονται στα σπίτια τους με την δύση του ηλίου και να κρεμούν ένα φανάρι αναμμένο έξω από τα παράθυρα, τα οποία όφειλαν να έχουν κατάκλειστα. Ο αγγλικός στρατός πιάνει αμέσως τα κεντρικά σημεία της πόλεως και βάζει κανόνια σ’ όλους τους δρόμους που οδηγούν στα χωριά, ενώ οι πυροβολητές κρατούν στα χέρια αναμμένες θρυαλλίδες. Αμέσως τοιχοκολλούνται σε διάφορα σημεία της πόλεως και της εξοχής δύο προκηρύξεις του Άνταμς. Η πρώτη αναφέρεται στη σύγκρουση του Υψολίθου, όπου εκ των προτέρων γίνεται γνωστό ότι θα δικασθούν με την ποινή του θανάτου όσοι χωρικοί πήραν μέρος σ’ αυτήν ή έφυγαν από την Ζάκυνθο, ύστερα από τις 12 Οκτωβρίου και η δεύτερη στην παράδοση όλων ανεξαιρέτως των όπλων από τους κατοίκους της πόλεως και της εξοχής. Στη δεύτερη προκήρυξη «εδηλούτο ‒ γράφει ο Κ. Λομβάρδος ‒ ότι τα όπλα θα επεστρέφοντο εν καιρώ ευθέτω και ειδοποιούντο οι κάτοχοι αυτών να σημειώση έκαστος επί των παραδιδομένων όπλων το ίδιον όνομα όπως κατόπιν τω επιστραφώσιν. Αλλ’ η υπόσχεσις αυτή της αποδόσεως ουδέποτε εξεπληρώθη».
Την 22 Οκτωβρίου 1821 η Αστυνομία προσκαλεί πενήντα εφτά επιφανείς εντοπίους, γνωστούς για τα πατριωτικά τους φρονήματα, να παρευρεθούν στο πλάτωμα της εκκλησίας της Θεοτόκου Πικριδιώτισσας, κάτω από το Κάστρο, που θέλει να τους μιλήσει ο στρατηγός Άνταμς. Οι πρόκριτοι, ωστόσο, μένουν έκπληκτοι, όταν αντί του στρατηγού Άνταμς παρουσιάζεται μπροστά τους ο κατώτερος αστυνομικός υπάλληλος Δημήτριος Σαρλής, ο οποίος τους οδηγεί στις φυλακές του Κάστρου ως ομήρους για την ασφάλεια και ησυχία του τόπου και μέχρις ότου παραδώσουν οι χωρικοί τα όπλα. Μεταξύ των φυλακισμένων ήταν ο ιερωμένος και Φιλικός Νικόλαος Κοκκίνης, ο μετέπειτα Επίσκοπος Ζακύνθου, ο μεγαλύτερος αδελφός του Διονυσίου Σολωμού Ροβέρτος, ο γιατρός Διονύσιος Ταγιαπιέρας, ο Φιλικός Νικόλαος Καλύβας, οι αδελφοί Διονύσιος και Αναστάσιος Βολτέρα, ο Στέλιος Μιχαλίτσης, ο Αντώνιος Κουερίνος, ο Ν. Μεσαλάς, ο Ν. Ψημάρης, ο Ιωάννης Λεονταρίτης, ο Κ. Βαλιάνος, ο Διονύσιος Κεφαλληνός, ο Ηλίας Πομόνης, ο πρόξενος Λουδοβίκος Στράνης, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ιούλιος Δομενεγίνης, ο Φιλικός και γιατρός Παναγιώτης Στεφάνου, και άλλοι.
Όταν φυλακίστηκαν οι Ζακυνθινοί πρόκριτοι πατριώτες και παραδόθηκαν όλα τα όπλα των κατοίκων της πόλεως, ο Άνταμς ετοίμασε την «εκστρατεία» του για τα χωριά. Εδώ ήξερε ότι θα συναντήσει δυσκολίες από τους χωρικούς και γι’ αυτό έλαβε από την αρχή τρομοκρατικά μέτρα. Έτσι επί κεφαλής του στρατού έβαλε τους πυροβολητές, με τα πεδινά κανόνια, έχοντας αναμμένες δάδες. Αμέσως εκδίδει αυστηρότατη διαταγή ότι όσοι χωρικοί δεν παραδώσουν τα όπλα, και γίνει έρευνα στα σπίτια τους και βρεθούν, θα περνούν από στρατοδικείο αφού πρώτα μαστιγωθούν δεμένοι πάνω στα κανόνια! Όλα τα χωριά έδωσαν τα όπλα τους εκτός από το Μουζάκι και τον Πισινώντα, εξοχικά πατριωτικά κέντρα της Ζακύνθου από τα χρόνια των δημοκρατικών Γάλλων. Έγινε προσπάθεια του Άνταμς για να παραδοθούν ειρηνικά τα όπλα των δύο χωριών, αλλά βρήκε ανένδοτους τους χωρικούς, οι οποίοι δεν ήθελαν ούτε να πλησιάσουν οι Άγγλοι στα χωριά τους κι αρνήθηκαν οποιαδήποτε συζήτηση για συνδιαλλαγή με τους απεσταλμένους του υφαρμοστή.
Οι Μουζακιώτες έκλεισαν τα σπίτια τους κι έπιασαν ένοπλοι τη ράχη του «Μεγάλου Βουνού» περιμένοντας την επίθεση των Άγγλων. Επί κεφαλής των χωρικών ήταν ο παπά-Γιάννης Κλαυδιανός κι ο περιώνυμος πατριώτης Γλάρος, ένας από τους πρωταγωνιστές της νυκτερινής συγκρούσεως του Υψολίθου. Ο Άνταμς, λυσσώντας από το κακό του, δίνει διαταγή και χτυπούν με τα κανόνια πολλά σπίτια των χωρικών, που σωριάζονται αμέσως σ’ ερείπια, όπως του παπά-Κλαυδιανού, του Γλάρου, και άλλων. Τον ίδιο καιρό διακόσιοι χωροφύλακες και αγορασμένοι άνθρωποι της «προστασίας» από άλλα χωριά, πιάνουν το πίσω μέρος της ράχης, ενώ οι Άγγλοι καλύπτουν όλο το μέτωπο. Έτσι οι Μουζακιώτες βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά και χωρίς καμιά διέξοδο διαφυγής. Αναγκάστηκαν λοιπόν να παραδοθούν.
Ο Άνταμς, αξιόλογος Άγγλος στρατιωτικός και υπερήφανος άνθρωπος, αργότερα Μέγας Αρμοστής της Επτανήσου, δοκίμασε ζωηρή έκπληξη από την αναπάντεχη αυτή στάση των ολίγων Μουζακιωτών, που αψηφούσαν τα πάντα για την εθνική τους αξιοπρέπεια. Ωστόσο δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την οργή του και σαν ασυγκρίτως ισχυρότερος, ή μάλλον παντοδύναμος που ήταν στην αναμέτρηση εκείνη, να σταθεί πάνω από τα πάθη και την εκδίκηση. Έτσι εζήτησε να ταπεινώσει επί τόπου τους χωρικούς, ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο ηθικά την αντίστασή τους απέναντί του! Διατάζει αμέσως να παρουσιαστούν όλοι οι Μουζακιώτες εμπρός του, ο καθένας με το όπλο στο χέρι, και να το παραδώσει του ίδιου! Ο Κ. Λομβάρδος, από αφήγηση αυτοπτών μαρτύρων, γράφει ότι ο Άνταμς «λαμβάνων αυτά [τα όπλα] από των χωρικών τα συνέτριβε δια των ιδίων αυτού χειρών. Αλλ’ αποκαμών ησθάνθη ότι δεν τω ήτο δυνατόν να επαρκέση εις τοιαύτην εργασίαν».
Όταν γύρισε στην πόλη ο Άνταμς έδωσε διαταγή να συγκροτηθεί στρατοδικείο για να δικασθούν οι ένοχοι των αιματηρών γεγονότων του Υψολίθου. Τα μέλη του στρατοδικείου, σύμφωνα με την απόφαση του στρατηγού, απαρτίστηκαν από Άγγλους στρατιωτικούς, ένα ταγματάρχη, ένα λοχαγό, ένα υπολοχαγό, ένα δεκανέα κι ένα απλό στρατιώτη, με πρόεδρο τον ίδιο τον Άνταμς! Ταυτόχρονα στήθηκε η αγχόνη στην πλατεία του Αγίου Νικολάου του Μώλου! Ο Άνταμς έλεγε και διατυμπάνιζε ότι θα γινόταν η δίκη με αμεροληψία και καλούσε όποιον ήθελε να την παρακολουθήσει. Εύλογα όμως μπορεί να ρωτήσει κανείς: Και η στημένη, από πριν, αγχόνη στην πλατεία του Αγίου Νικολάου του Μώλου πώς συμβιβάζεται με την αμερόληπτη απόφαση του αγγλικού στρατοδικείου;
Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Άγγλος αξιωματικός του μηχανικού Wright, που τραυματίστηκε στο γόνατο κατά την πρωινή σύγκρουση του Υψολίθου, είπε ότι τον πυροβόλησε από κοντά ένας ιερωμένος. Ο Άνταμς διέταξε να συγκεντρωθούν όλοι γενικώς οι κληρικοί της Ζακύνθου στην πλατεία του Αγίου Νικολάου του Μώλου για να βρει ο Wright τον ένοχο! Όπως αναφέρει ο Χιώτης, ο αυτουργός του τραύματος του Wright ήταν ο παπά-Νικόλας Καψάσκης, αρχηγός της πρωινής εξεγέρσεως του Υψολίθου, ο οποίος και κρύφτηκε (όπως κι ο παπά-Γιάννης ο Κεφαλληνός) ύστερ’ από προτροπή του Γαρζώνη. Έτσι έλειπε από την συγκέντρωση εκείνη των ιερωμένων ο αυτουργός του τραύματος του Wright. Αλλά συνέβη, όπως φαίνεται, να μοιάζει του παπά-Καψάσκη ο αθώος παπά-Παναγιώτης Κεφαλληνός από το χωριό Σκουλικάδο. Εμπρός λοιπόν από τους παραταγμένους κληρικούς ο Wright αναζητούσε να βρει τον ένοχο του τραύματός του. Έψαχνε καμπόση ώρα όταν σε μια στιγμή σταμάτησε μπροστά στον παπά-Κεφαλληνό κουνώντας το… κεφάλι!
‒ Αυτός είναι!
Ο δυστυχής, ο παπά-Κεφαλληνός, έμεινε κόκκαλο.
‒ Εγώ;
‒ Εσύ! Ναι!
Ο Γαρζώνης παρακάλεσε την στιγμή εκείνη τον Άνταμς να αναμιχθούν οι κληρικοί και να επαναληφθεί η τρομερή αυτή αναζήτηση του Wright. Αλλά και πάλι, για κακή τύχη του παπά-Κεφαλληνού, ο Wright σταμάτησε μπροστά του.
Καταδικάστηκαν σε θάνατο οι Θεόδωρος Πέτας ή Γλάρος, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης, ο Διονύσιος Κοντονής και ο Ιωάννης Κλαυδιανός ο Φιοληταίος, καθώς και πολλοί άλλοι σε διάφορες ατιμωτικές ποινές. Ο Κ. Λομβάρδος υποστηρίζει ότι οι Διονύσιος Κοντονής και Ιωάννης Κλαυδιανός ο Φιοληταίος δεν είχαν πάρει μέρος στη σύγκρουση του Υψολίθου και καταδικάστηκαν άδικα, ύστερ’ από ψεύτικη καταμήνυση προσωπικών εχθρών τους. «Επί δεκαπέντε ημέρας τρόμου και στεναγμού ‒ γράφει ο Π. Χιώτης ‒ διετέλουν οι Ζακύνθιοι εις τοσαύτην τρομοκρατίαν. Σιγή κατέλαβε όλην την πόλιν, έως και αυταί αι εκκλησίαι εκλείσθησαν και δεν ελειτούργουν. Με υπόκωφον ψαλμωδίαν του ιερέως εφέρετο εις τον τάφον ο τυχών νεκρός, άνευ τινός συνοδείας ή πομπής· ούτε ενταφιασμού ηξίωσαν τους κρεμασθέντας. Τα σώματα αυτών επισσώθησαν και εις κλωβία σιδηρά τεθέντα εκρέμαντο επί ιστών, στηθέντων εις την κορυφήν του βουνού του Αγίου Ηλία επί δεκαετίαν, γενόμενα βορά κοράκων…» Το κλουβί με το μακάβριο λείψανο του Ιωάννου Κλαυδιανού του Φιοληταίου «νέου ευειδούς ‒ όπως γράφει ο Κ. Λομβάρδος ‒ και αγαπωμένου υπό των συγχωριτών του εκρεμάσθη κατέναντι της εν τω χωρίω του Φιολίτη οικίας του.»
Η συμβολή της Επτανήσου στον αγώνα,
καταγράφηκε με ό,τι σχετικό υπάρχει στα
απομνημονεύματα αγωνιστών και στην παράδοση
που και σήμερα είναι ζωντανή στα νησιά μας.
Γιάννης Πομόνης
Αντιπρόεδρος Ενώσεως Επτανησίων Ελλάδας
Η κατασκευή του ιστότοπου είναι μια ευγενική χορηγία των