Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε στενό ιερό σύνδεσμο με την Ζάκυνθο. Εκεί βρήκε, κυνηγημένος από τους Οθωμανούς του Μοριά, το ασφαλές καταφύγιο, απόκτησε αδελφικούς φίλους και συναγωνιστές, έδωσε τον Όρκο των Φιλικών, ανάστησε και μόρφωσε τα παιδιά του, έθαψε την γυναίκα του έξω από την εκκλησιά του Άγιο Γεωργίου της οικογένειας Λατίνων, άνοιξε τα μάτια του – όπως ομολογεί ο ίδιος- και οδηγήθηκε στα μεγάλα πεπρωμένα της φυλής. Ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του είπε:
«Στη Ζάκυνθο έμαθα την πολιτική του κόσμου»
Η διαμονή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο, επί μια δεκαπενταετία, είναι γεμάτη από αξιομνημόνευτά περιστατικά και γεγονότα. Οι δραστήριοι Ζακυνθινοί φιλικοί πλαισιώνουν την ηρωική αυτή μορφή, όχι μόνο στις παραμονές της Εθνεγερσίας, αλλά και σ’ όλη την διάρκεια του Ιερού Αγώνα, κι ακόμα ύστερα από την απελευθέρωση αρκετά χρόνια, όταν ένας εντόπιος πατριώτης φίλος του, στον οποίο είχε υπαγορεύσει τα απομνημονεύματα του, o Γεώργιος Τερτσέτης, έσωσε ως δικαστικός το πάλλευκο κεφάλι του Αρχιστράτηγου της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανέβαινε τακτικά στο κάστρο της Ζακύνθου, με συντροφιά τα μικρά παιδιά του. Πολλές φορές έμπαινε στην εκκλησία της Παναγίας της Πικριδιώτισσας, που ήταν στο δρόμο του προς το κάστρο, άναβε κεράκια και προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου Γλυκοφιλούσας για την απελευθέρωση του Γένους. Ο Κολοκοτρώνης προσευχόταν πάντα στην Θεοτόκο για την Ελληνική Ελευθερία. Από το κάστρο έδειχνε στα παιδιά τον κατακαημένο Μοριά του κι έλεγε: «Εκεί έζησαν οι προπάτορες μας….. Τώρα εκείνη η γη στενάζει μέσα στην σκλαβιά….» Κι αμέσως άρχιζε τα κλάματα… Ο γιος του Ιωάννης (Γενναίος) – όπως αναφέρει το δημοτικό τραγούδι της εποχής – τόνε ρωτούσε: –Τι έχεις,πατέρα μου, και κλαις και βαριαναστενάζεις; Και εκείνος του απαντούσε. -Γλέπω τη θάλασσα πλατεία και τον Μορίαν αλάργα. Με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι.
Ένα χρόνο πριν ορκιστεί Φιλικός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1817) είχε λάβει στη Ζάκυνθο γράμμα από τον Άγγλο φιλέλληνα, ταγματάρχη τότε και στρατηγό αργότερα Τζούρτζ, στενό φίλο του από τα πρώτα χρόνια της Ζακύνθου, που τον προκαλούσε να πάει στο Βασίλειο της Νεαπόλεως και να υπηρετήσει ως αξιωματικός κοντά του. Ο Γέρος του Μοριά, όταν έλαβε το γράμμα περνούσε δύσκολες ημέρες οικονομικά. Από το παρακάτω κείμενο του Γεωργίου Τερτσέτη, αποδεικνύεται ότι μια καλοκαιρινή μέρα το 1817 κρίθηκε από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο κάστρο της Ζακύνθου η τύχη της Ελληνικής Επανάστασης.
«Το περιστατικόν – γράφει ο Τερτσέτης – ακολούθησε κατά το έτος 1817, και το λεχω από τα χείλη του Κολλίνου (γιος του Κολοκοτρώνη). Ο Κολλίνος τότε ήτο 7-8 ετών. Μια μέρα τον πήρε ο πατέρας του από το χέρι, ήτον βασιλεύματα ηλίου, μεγάλη ημέρα καλοκαίρι. Το ιστορικό είναι εις την Ζάκυνθον. Τον επήρε λοιπόν από το χέρι , επήραν τον δρόμον της Παναγίας της Πικρίδου, όλος ανήφορος που ανεβαίνει εις τον Κάστρο. Εκεί φθάνοντας ο Γέρος πήρε τον υιόν του εις δύσβατο και παράμερο μέρος, εκάθησε εις μίαν πέτραν και έκλαιγε. Εγώ -μου έλεγε ο μακαρίτης ο Κολλίνος (εξακολουθεί ο Τερτσέτης) – που τον ήβλεπα να κλαίγη, δεν καταλάβαινα τι τρέχει, μάλιστα που τον γνώρισα σχεδόν πάντοτε άγριον, μ’ επήρε εις την αγκαλιάν του και μου έκαμεν την ακόλουθην ομιλία: « Παιδί μου είμαι φτωχός και σήμερον έλαβα γράμμα από τον Ταγματάρχη του Τζούρτζ και με προσκαλεί να πάρω δουλεύσιν εις το Βασίλειο της Νεαπόλεως, όπου και αυτός κακοφανισμένος από την Κυβέρνησιν του επήγε και έγινε στρατηγός. Τι να κάμω;Να πάω ή να μην πάγω;O Tζούρτζ , που με κράζει, με αγαπάει διατί με είδε εις την αγία Μαύρα (Λευκάδα) με σπαθί ανοικτό να καβαλικεύσω τα κανόνια Γάλλων. Τι να κάμω τώρα; Σε αγκαλιάζω , παιδί μου, μήπως και η αθωότης σου μου εμπωεύση γνώμην καλήν.» Και αυτά λέγοντας επερίσσευε το κλαύμα του. Αλλά με μιας τον βλέπω, ομιλεί ο Κολλίνος, και αγριεύει η όψις του, και βγαίνει μίαν φωνήν που ακούσθη βεβαίως από το κάστρο εις την άτι Χώρα, (δηλαδή την πόλη της Ζακύνθου).- ¨Όχι, δεν προδίδω την πατρίδα μου. Όπου εσκότωσαν τον πατέρα μου, όπου έκοψαν χέρια και πόδια του παππού μου, εκεί θα πάγω…. Εις τον Πλάτανον της Τριπολιτσάς , όπου εκρέμασαν τους ιερείς της πίστεως μας, εκεί θα πάγω, να πάρω, να εξαγοράσω το αίμα τους με αίμα…. Υπάγω εις την Νεάπολιν. Εύμορφα συχαρίκια να πάνε εις τον πατέρα μου. Ο υιός σου σκοτώνει με ανθρώπους που δεν γνωρίζει, που δεν έκαμαν ποτέ κανένα κακό. Αν ο Θεός μου έδωσε ανδρείαν δεν την πουλώ, ως πουλούν τες πιννές εις το παζάρι οι ψαρολοί.» Πέντε έτη δεν επέρασαν, αφού ο Γέρο Κολοκοτρώνης έβρεχε με τα δάκρυα του τις πέτρες της Ζακύνθου και το άτι του από τα τείχη της Τριπολιτζάς έως εις τα Σαράγια, το άτι του δεν επατήσε γη, άλλα σώματα ανθρώπων νεκρών, φονευμένων…».
Η κατασκευή του ιστότοπου είναι μια ευγενική χορηγία των