1821: Η αποτυχία του προτάγματος της Ελληνικής Επανάστασης και τα αποτελέσματά του στην Ιστορική Διαχρονία

Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα που κομίζει η επέτειος του αγώνα της Ελληνικής παλιγγενεσίας και ποιες οι συνέπειες του αποτελέσματός του, στη δομή-λειτουργία του ελληνικού κράτους;
Ορμώμενοι από το προοίμιο των Εθνοσυνελεύσεων της Επιδαύρου και του Άστρους, συναγάγουμε ως κεντρικό στόχο του αγώνα της Ελληνικής επανάστασης την αξίωση ελευθερίας-ανεξαρτησίας:
«Το ελληνικόν έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη το βαρύτατον και απαραδειγμάτιστων ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον θεού και ανθρώπων την πολιτική αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Η ελευθερία ορίζεται ως αυτονομία, περιγράφοντας τη δυνατότητα ενός ατόμου ν’ αυτoπροσδιορισθεί στον ιδιωτικό, κοινωνικό και πολιτικό του βίο. Συναφώς, ο βαθμός σπουδαιότητας του αγώνα της Ελληνικής παλιγγενεσίας δεν εγγράφεται στο πολιτειακό του αποτέλεσμα, αλλά στην αξίωση πολιτικής ελευθερίας, ως έσχατο αγαθό της ανθρώπινης ύπαρξης και ως θεμελιακό υπόβαθρο του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα του ελληνισμού. Αυτό το οποίο προτάσσει η Ελληνική επανάσταση, ως υπέρτατη αξία για την ύπαρξη-εξέλιξη και ευδαιμονία της εκάστοτε κοινωνίας, είναι η καθολική ελευθερία, όπως αποτυπώνεται, στον «Θούριο» και στην επαναστατική προκήρυξη για τα «Δίκαια του Ανθρώπου», του Ρήγα, στην «Ελληνική Νομαρχία» του Ανώνυμου συγγραφέα, στη «Διακήρυξη» του Παλαιών Πατρών Γερμανού στη Μονή της Αγίας Λαύρας (Μάρτιος 1821) και στον «Ύμνο εις την Ελευθερία» του Διονυσίου Σολωμού.
Το γεγονός αυτό, υποβόσκει στο σύνολο του χώρου που διαβιώνει ο Ελληνισμός υπό Οθωμανικό ζυγό, και εγείρεται για πρώτη φορά την πρώτη πεντηκονταετία (το 1495) από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, σε περιοχές της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδος, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Ακόμη δέκα επαναστατικές εξεγέρσεις μεγάλης ή μικρής έντασης-έκτασης εκδηλώνονται διαδοχικά από το 1535 έως το 1807, στο σύνολο του ελλαδικού χώρου.
Ωστόσο, το διεθνές περιβάλλον της εποχής, εντός του οποίου οργανώνονται και εκδηλώνονται οι εξεγέρσεις του ελληνικού έθνους δεν ήταν ευνοϊκά διακείμενο στις συλλογικές αξιώσεις ανεξαρτησίας-ελευθερίας-δημοκρατίας.
Το Ευρωπαϊκό σύστημα του 19ο αιώνα, όπως διαμορφώθηκε από τις Συνθήκες της Βεστφαλίας (1648), της Ουτρέχτης (1713) και της Βιέννης (1814), εδράζονταν στην αμοιβαία αναγνώριση των θεμελιωδών κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών (εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία) εγκαθιδρύοντας ένα σύστημα ελέγχου-εξισορροπήσεων των αναθεωρητικών αξιώσεων ισχύος. Υπό αυτό το πρίσμα, ο αγώνας της Ελληνικής ανεξαρτησίας καλείται να αντιπαρέλθει τις συμπληγάδες της «διεθνούς των μοναρχιών» μετά και την καθολική τους κατίσχυση επί των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος της εθνικιστικής Γαλλίας του Ναπολέοντα. Το κονσέρτο δυνάμεων της Βιέννης και τα συμπαρομαρτούντα διεθνή καθεστώτα (Ιερή Συμμαχία, Τετραρχία) θα εγκαθιδρύσουν ένα σύστημα τάξης με αντικειμενικό πολιτικό στόχο την καταστολή των κυρίαρχων ιδεολογικών ρευμάτων –φιλελευθερισμός-εθνικισμός.
Στο πλαίσιο αυτό, αναφύεται και η διπλωματική προσπάθεια του Αυστριακού υπουργού εξωτερικών (1809-1821) και μετέπειτα καγκελάριου (1821-1848) Κλέμενς Φον Μέτερνιχ, να εξασφαλίσει τη συναίνεση του Κονσέρτου της Ευρώπης κατά της Ελληνικής επανάστασης. Ο Μέτερνιχ, καλείται να υπερκεράσει, από τη μια πλευρά, το γεωστρατηγικό συμφέρον της Ρωσίας, για εδαφική επέκταση προς τις θερμές θάλασσες λαμβάνοντας εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και από την άλλη πλευρά, τα εναλλακτικά στρατηγικά σενάρια της Βρετανίας για τη διασφάλιση της ελευθεροπλοϊας των Στενών. Για το Foreign Office, η αναγκαιότητα προσαρμογής στις εξωτερικές καταστάσεις και κυρίως η ανάσχεση μιας ενδεχόμενης καθόδου της Ρωσίας στο Αιγαίο-Ανατολική Μεσόγειο, θα οδηγήσει στην αναγνώριση των επαναστατημένων Ελλήνων, (Μάρτιος 1823) ως τυπικά και νομικά εμπόλεμου μέρος, με νόμιμο δικαίωμα να επιτίθενται κατά του εμπορικού στόλου της Πύλης.
Πρωθύστερα, αναπτύσσεται συντεταγμένα το πρόταγμα της εθνικής απελευθέρωσης. Σε οργανωτικό επίπεδο συστήνονται και δραστηριοποιούνται η Φιλική Εταιρεία και η Φιλόμουσος Εταιρεία. Η δεύτερη ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1813, θέτοντας ως κεντρικό της πρόγραμμά την αναβάθμιση της παιδείας των υπόδουλων Ελλήνων, τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και σε άλλους ορθόδοξους πληθυσμούς των Βαλκανίων και την εδραίωση του Φιλελληνισμού στην Ευρώπη. Ωστόσο δεν θεωρούσε ότι οι εσωτερικές-εξωτερικές συνθήκες ήταν κατάλληλες για μια ένοπλη εξέγερση. Αυτό γιατί οι Έλληνες στερούνταν παιδείας, οι ηγεμόνες της Ευρώπης δεν ήταν ευνοϊκά διακείμενοι σε μια επαναστατική εξέγερση, ενώ με τη διάδοση του ελληνισμού στα Βαλκάνια αναφύονταν η πιθανότητα για τον εξελληνισμό ευρύτατων στρωμάτων των ορθόδοξων λαών με αποτέλεσμα τη συμπερίληψη περισσότερων περιοχών στον απελευθερωτικό αγώνα.
Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό, από τρεις εμπόρους (Σκουφά, Ξάνθο, Τσακάλωφ) αναπτύσσοντας μια πρωτότυπη οργανωτική δομή, επεκτεινόμενη εντός-εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν και προσέδωσε οργανωτική συνοχή στο προπαρασκευαστικό στάδιο του αγώνα της παλιγγενεσίας, δεν κατόρθωσε να συστήσει μια κεντρική οργανωτική διοίκηση, υποσκελίζοντας το ειδοποιό χαρακτηριστικό της Ελληνικής Επανάστασης, την πολυαρχία.
Αντίστοιχα, στο πολιτικοστρατηγικό πεδίο των διαμορφωτών του προτάγματος της Επανάστασης, κυρίως της ελληνικής άρχουσας τάξης, αναπτύσσονται δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Η πρώτη, εκπροσωπούμενη από την επίσημη εκκλησία και πολλά μέλη της άρχουσας τάξης (π.χ. Φαναριώτες, προύχοντες, κ.ά.) αποδεχόμενη τον «ιστορικό συμβιβασμό» που επήλθε εν τοις πράγμασι με τον οθωμανό κατακτητή, θα υιοθετήσει μία παθητική στρατηγική επιλογή, που κρυσταλλώνεται στο ενδεχόμενο της διαδοχή της στον έλεγχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η δεύτερη, στην οποία εμπερικλείονταν οι κοινωνικές δυνάμεις που βίωναν στο γεγονός της κατάκτησης ένα κοινωνικοπολιτικό αδιέξοδο (π.χ. τα αγροτικά και τα αστικά βιοτέχνες-έμποροι στρώματα), θα ακολουθήσει μία ενεργητική στρατηγική επιδιώκοντας την εθνική παλιγγενεσία με αντικειμενικό στόχο την «επαναστατική απόσειση της οθωμανικής δεσποτείας» και την «κοσμοπολιτειακή ανασυγκρότηση του ελληνικού κοσμοσυστήματος».
Κατά τούτο, ο αντικειμενικός πολιτικός στόχος της Ελληνικής επανάστασης δεν συνίστατο στην οικοδόμηση ενός συγκεντρωτικού κράτους-έθνος, κατά το πρότυπο της Δυτικής Ευρώπης, αλλά στη διαμόρφωση ενός πολυπολεοτικό/πολυπολιτειακό πολιτικού συστήματος, υπό το γράμμα των Εθνοσυνελεύσεων, με μία χαλαρή συντονιστική κεντρική εξουσία, κυβερνητική και κοινοβουλευτική. Όπως περιγράφει ο Γιώργος Κοντογιώργης, ο αγώνας της ελληνικής παλιγγενεσίας αναπτυσσόταν στη «βάση του συστήματος και των πατριωτισμών των κοινών/πόλεων, δηλαδή χωρίς συμπαγή ηγεσία, με γνώμονα τις πολεοτικές συνέργειες», και οι συνταγματικοί χάρτες αντιμετώπιζαν τη «δόμηση της νέας ελληνικής πολιτείας με πρόσημο τα κοινά, ενώ στο κεντρικό σύστημα εναποτίθεται ένας απλώς εναρμονιστικός ρόλος στο σύνολο».
Ωστόσο η κατάρρευση του προτάγματος της Ελληνικής παλιγγενεσίας και η αποτυχία της πολιτικής ηγεσίας του ελληνισμού να ανασυστήσει την Ελληνική κοσμοπολιτεία στη θέση της Οθωμανικής δεσποτείας, οδήγησε στην κατάλυση της θεμελιώδους οργανωτικής κοινωνικοπολιτικής-πολιτειακής δομής του ελληνισμού, του συστήματος των κοινών/πόλεων. Ιδίως μετά την πολιτική αδυναμία του πρώτου Έλληνα κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, να υπερκεράσει τις δυνάμεις του προυχοντισμού που κυριαρχούσαν στον Ελλαδικό χώρο και να συνταιριάξει το σύστημα των κοινών με τις επιταγές του σύγχρονου διεθνούς συστήματος για τη συγκρότηση ενός έθνους-κράτους. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής ήταν, μέσα από μια σειρά από διεθνείς συνθήκες (Πρωτόκολλα Λονδίνου 1830, Συνθήκη Λονδίνου 1832), η θεσμοθέτηση της έξωθεν επέμβασης, η επιβολής της βαυαροκρατίας (απόλυτης μοναρχίας) και η δημιουργία ενός λιλιπούτειου νεοελληνικού κράτους, πλήρως εξαρτημένου από τις ευρωπαϊκές ηγεμονίες.

Ο Διονύσιος Τσιριγώτης είναι Επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, με αντικείμενο Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Διεθνείς Σχέσεις και Διπλωματία. Είναι κάτοχος πτυχίου διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, από το οποίο επίσης απέκτησε μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα στις διεθνείς σχέσεις και στρατηγικές σπουδές. Ήταν υπότροφος του προγράμματος: «Ηράκλειτος: Υποτροφίες έρευνας με προτεραιότητα στη βασική έρευνα» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (2003-2006). Έχει δημοσιεύσει σειρά άρθρων-δοκιμίων-μονογραφιών αναδιφώντας σε κεντρικά ζητήματα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, της θεωρίας των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής ανάλυσης.

Δημοσιεύσεις

Μονογραφίες

  1. «Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία, 1919-1922. Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία και Ελληνική Εξωτερική Πολιτική», (Αθήνα, Ποιότητα, 2010).
  2. «Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. Διεθνείς Σχέσεις και Διπλωματία» (Αθήνα, Ποιότητα, 2013).
  3. «Ελλάδα – Τουρκία. Θεωρία και Στρατηγική Αποτροπής» (Αθήνα, Ποιότητα, 2021).

Άρθρα (ενδεικτικά)

  1. “The Greek puzzle: A socio-political analysis of the current Greek crisis”. International Area Studies Review, vol.22, no.2 (June 2019), 148–167.
  2. “Boundaries Delimited. The Notion of Territoriality in International Relations Theory”, Eurolimes, vol. 20, Autumn 2015, pp.165-180
  3. “Όψεις της ελληνικής στρατηγικής στους Βαλκανικούς Πολέμους”. Πρακτικά συνεδρίου:100 Χρόνια από τη διεξαγωγή των Βαλκανικών Πολέμων. Αθήνα, Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, 2013.
  4. “The cosmotheoretical background of E. Venizelos’ Grand Strategy, 1910-1920”, στο Τιμητικός Τόμος Ομότιμου Καθηγητή Σωτήριου Καρβούνη, Πειραιάς, Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου Πειραιώς 2012.

Did you like this? Share it!

0 comments on “1821: Η αποτυχία του προτάγματος της Ελληνικής Επανάστασης και τα αποτελέσματά του στην Ιστορική Διαχρονία

Comments are closed.